testing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η δοκιμή, η πράξη του δοκιμάζω κάποιου ή κάτι
- ⮡ The engine performed well in testing.
- Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
- ⮡ The new model is still in the testing stage.
- Tο νέο μοντέλο είναι ακόμη στο στάδιο των δοκιμών.
- ⮡ The engine performed well in testing.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαtesting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του test
Πηγές
επεξεργασία- testing (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 245. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμή