Ουσιαστικό

επεξεργασία

testing (en) (μη μετρήσιμο)

  • η δοκιμή, η πράξη του δοκιμάζω κάποιου ή κάτι
    ⮡  The engine performed well in testing.
    Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
    ⮡  The new model is still in the testing stage.
    Tο νέο μοντέλο είναι ακόμη στο στάδιο των δοκιμών.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

testing (en)