πλειοδοτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλειοδοτικός < πλειοδότης + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πλειοδοτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με πλειοδότη ή πλειοδοσία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Αντώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- πλειοδοτικός διαγωνισμός: δημοπρασία για να επιτευχθεί η υψηλότερη τιμή πώλησης προϊόντος ή υπηρεσίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλειοδοτικός