πλειοδότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλειοδότης < πλειο(δοσία) + -δότης[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pli.oˈðo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλει‐ο‐δό‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλειοδότης αρσενικό (θηλυκό πλειοδότρια)
- αυτός που πλειοδοτεί σε διαγωνισμό ή πλειστηριασμό
- ※ Αν το ιδανικό πρότυπο του πατριώτη είναι αυτός που εγκαταλείπει τα πάντα για να υπερασπιστεί την πατρίδα του στο πεδίο του κινδύνου, ο πλειοδότης του πατριωτισμού συνήθως αναλώνεται σε λεκτικούς αγώνες εκ του ασφαλούς.
- Βερέμης, Θάνος (23 Νοεμβρίου 2008), Περί πλειοδοσίας και μειοδοσίας, Η Καθημερινή
- ※ Αν το ιδανικό πρότυπο του πατριώτη είναι αυτός που εγκαταλείπει τα πάντα για να υπερασπιστεί την πατρίδα του στο πεδίο του κινδύνου, ο πλειοδότης του πατριωτισμού συνήθως αναλώνεται σε λεκτικούς αγώνες εκ του ασφαλούς.
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πλειοδοσία
- πλειοδοτικώς
- πλειοδότρια
- πλειοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις πλέον και δίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλειοδότης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πλειοδότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας