πλειστηριασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλειστηριασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειστηριασμός (ανέβασμα του ύψους της τιμής)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλειστηριασμός αρσενικό
- (οικονομία) διαδικασία εκποίησης κινητής ή ακίνητης περιουσίας σε όποιον προσφέρει την υψηλότερη τιμή
- ※ Αυτόματα, χωρίς δηλαδή δικαστική απόφαση, θα μειώνεται η τιμή του ακινήτου που βγαίνει σε πλειστηριασμό, εφόσον καταστούν άγονοι οι δύο πρώτοι πλειστηριασμοί. Αυτό προβλέπει ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας που είναι σε δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να ισχύσει από τον προσεχή Σεπτέμβριο.
- Ευγενία Τζώρτζη, «Επιταχύνονται οι διαδικασίες πλειστηριασμών ακινήτων», * Η Καθημερινή.gr (24 Αυγούστου 2021)· πρόσβαση: 2021-11-01.
- ※ Αυτόματα, χωρίς δηλαδή δικαστική απόφαση, θα μειώνεται η τιμή του ακινήτου που βγαίνει σε πλειστηριασμό, εφόσον καταστούν άγονοι οι δύο πρώτοι πλειστηριασμοί. Αυτό προβλέπει ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας που είναι σε δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να ισχύσει από τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πλειστηριάζω, πλείστος και πολύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλειστηριασμός
|
Πηγές
επεξεργασία- πλειστηριασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πλειστηριασμός | οἱ | πλειστηριασμοί | ||||
γενική | τοῦ | πλειστηριασμοῦ | τῶν | πλειστηριασμῶν | ||||
δοτική | τῷ | πλειστηριασμῷ | τοῖς | πλειστηριασμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | πλειστηριασμόν | τοὺς | πλειστηριασμούς | ||||
κλητική ὦ! | πλειστηριασμέ | πλειστηριασμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλειστηριασμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πλειστηριασμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- πλειστηριασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.