πλειστηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλειστηριάζω < αρχαία ελληνική πλειστηριάζω < πλειστήρης < πλεῖστος
Ρήμα
επεξεργασίαπλειστηριάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλειστηριάζω | πλειστηρίαζα | θα πλειστηριάζω | να πλειστηριάζω | πλειστηριάζοντας | |
β' ενικ. | πλειστηριάζεις | πλειστηρίαζες | θα πλειστηριάζεις | να πλειστηριάζεις | πλειστηρίαζε | |
γ' ενικ. | πλειστηριάζει | πλειστηρίαζε | θα πλειστηριάζει | να πλειστηριάζει | ||
α' πληθ. | πλειστηριάζουμε | πλειστηριάζαμε | θα πλειστηριάζουμε | να πλειστηριάζουμε | ||
β' πληθ. | πλειστηριάζετε | πλειστηριάζατε | θα πλειστηριάζετε | να πλειστηριάζετε | πλειστηριάζετε | |
γ' πληθ. | πλειστηριάζουν(ε) | πλειστηρίαζαν πλειστηριάζαν(ε) |
θα πλειστηριάζουν(ε) | να πλειστηριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλειστηρίασα | θα πλειστηριάσω | να πλειστηριάσω | πλειστηριάσει | ||
β' ενικ. | πλειστηρίασες | θα πλειστηριάσεις | να πλειστηριάσεις | πλειστηρίασε | ||
γ' ενικ. | πλειστηρίασε | θα πλειστηριάσει | να πλειστηριάσει | |||
α' πληθ. | πλειστηριάσαμε | θα πλειστηριάσουμε | να πλειστηριάσουμε | |||
β' πληθ. | πλειστηριάσατε | θα πλειστηριάσετε | να πλειστηριάσετε | πλειστηριάστε | ||
γ' πληθ. | πλειστηρίασαν πλειστηριάσαν(ε) |
θα πλειστηριάσουν(ε) | να πλειστηριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πλειστηριάσει | είχα πλειστηριάσει | θα έχω πλειστηριάσει | να έχω πλειστηριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις πλειστηριάσει | είχες πλειστηριάσει | θα έχεις πλειστηριάσει | να έχεις πλειστηριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει πλειστηριάσει | είχε πλειστηριάσει | θα έχει πλειστηριάσει | να έχει πλειστηριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πλειστηριάσει | είχαμε πλειστηριάσει | θα έχουμε πλειστηριάσει | να έχουμε πλειστηριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε πλειστηριάσει | είχατε πλειστηριάσει | θα έχετε πλειστηριάσει | να έχετε πλειστηριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πλειστηριάσει | είχαν πλειστηριάσει | θα έχουν πλειστηριάσει | να έχουν πλειστηριάσει |
|