Ετυμολογία

επεξεργασία
πλειστηριάζω < αρχαία ελληνική πλειστηριάζω < πλειστήρης < πλεῖστος

πλειστηριάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία