αναπλειστηριασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπλειστηριασμός < αναπλειστηριάζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναπλειστηριασμός αρσενικό
- ο εκ νέου πλειστηριασμός, η επανάληψη ενός αναβληθέντος ή ακυρωθέντος πλειστηριασμού
Συγγενικά
επεξεργασία- αναπλειστηριάζω
- → δείτε τις λέξεις ανά, πλειστηριασμός και πλείστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπλειστηριασμός
|