πλείστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλείστος | η | πλείστη | το | πλείστο |
γενική | του | πλείστου | της | πλείστης | του | πλείστου |
αιτιατική | τον | πλείστο | την | πλείστη | το | πλείστο |
κλητική | πλείστε | πλείστη | πλείστο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλείστοι | οι | πλείστες | τα | πλείστα |
γενική | των | πλείστων | των | πλείστων | των | πλείστων |
αιτιατική | τους | πλείστους | τις | πλείστες | τα | πλείστα |
κλητική | πλείστοι | πλείστες | πλείστα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλείστος < αρχαία ελληνική πλεῖστος
Επίθετο
επεξεργασίαπλείστος, -η, -ο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλείστος
|