ως επί το πλείστον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ως επί το πλείστον < αρχαία ελληνική ὡς ἐπί τό πλεῖστον
Έκφραση επεξεργασία
ως επί το πλείστον
- πολύ συχνά
- στο μεγαλύτερο μέρος ή ποσοστό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύ συχνά
στο μεγαλύτερο μέρος ή ποσοστό