συχνότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συχνότητα < συχνός
Ουσιαστικό επεξεργασία
συχνότητα θηλυκό
- ο αριθμός των εμφανίσεων ενός γεγονότος σε ένα χρονικό διάστημα
- (κυματική) ο αριθμός των κορυφών ενός κύματος που διέρχονται από ένα ορισμένο σημείο στη μονάδα του χρόνου
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη συχνός
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- συχνότητα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
συχνότητα
|