Ετυμολογία

επεξεργασία
πλειστάκις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλειστάκις < πλεῖστος (πλείστος)

  Επίρρημα

επεξεργασία

πλειστάκις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλειστάκις < πλεῖστ(ος), υπερθετικός βαθμός του πολύς + -άκις

  Επίρρημα

επεξεργασία

πλειστάκις [ᾰ]

  • πάρα πολλές φορές