πλειστηριαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλειστηριαστής < πλειστηριάζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλειστηριαστής αρσενικό
- (επάγγελμα) κάποιος που πλειστηριάζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλειστηριαστής
|
πλειστηριαστής αρσενικό
|