πλειστηρίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλειστηρίαση | οι | πλειστηριάσεις |
γενική | της | πλειστηρίασης* | των | πλειστηριάσεων |
αιτιατική | την | πλειστηρίαση | τις | πλειστηριάσεις |
κλητική | πλειστηρίαση | πλειστηριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλειστηριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλειστηρίαση < πλειστηριάζω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλειστηρίαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλειστηρίαση
|