εκπλειστηριαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπλειστηριαστής < εκπλειστηριάζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκπλειστηριαστής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που εκπλειστηριάζει, που κάνει εκπλειστηριασμούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκπλειστηριαστής
|