• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εκπλειστηριαστής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκπλειστηριαστής οι εκπλειστηριαστές
      γενική του εκπλειστηριαστή των εκπλειστηριαστών
    αιτιατική τον εκπλειστηριαστή τους εκπλειστηριαστές
     κλητική εκπλειστηριαστή εκπλειστηριαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπλειστηριαστής < εκπλειστηριάζω + -τής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκπλειστηριαστής αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που εκπλειστηριάζει, που κάνει εκπλειστηριασμούς

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εκπλειστηριαστής
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκπλειστηριαστής&oldid=5469758"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 17:33

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 17:33.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας