Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπλειστηριάζω < εκ- + πλειστηριάζω

εκπλειστηριάζω (παθητική φωνή: εκπλειστηριάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία