εκπλειστηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπλειστηριάζω < εκ- + πλειστηριάζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκπλειστηριάζω (παθητική φωνή: εκπλειστηριάζομαι)
- βγάζω κάτι σε πλειστηριασμό για να το πουλήσω
Συγγενικά
επεξεργασία- εκπλειστηρίασμα
- εκπλειστηριασμός
- εκπλειστηριαστής
- → δείτε τη λέξη πλειστηριασμός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπλειστηριάζω | εκπλειστηρίαζα | θα εκπλειστηριάζω | να εκπλειστηριάζω | εκπλειστηριάζοντας | |
β' ενικ. | εκπλειστηριάζεις | εκπλειστηρίαζες | θα εκπλειστηριάζεις | να εκπλειστηριάζεις | εκπλειστηρίαζε | |
γ' ενικ. | εκπλειστηριάζει | εκπλειστηρίαζε | θα εκπλειστηριάζει | να εκπλειστηριάζει | ||
α' πληθ. | εκπλειστηριάζουμε | εκπλειστηριάζαμε | θα εκπλειστηριάζουμε | να εκπλειστηριάζουμε | ||
β' πληθ. | εκπλειστηριάζετε | εκπλειστηριάζατε | θα εκπλειστηριάζετε | να εκπλειστηριάζετε | εκπλειστηριάζετε | |
γ' πληθ. | εκπλειστηριάζουν(ε) | εκπλειστηρίαζαν εκπλειστηριάζαν(ε) |
θα εκπλειστηριάζουν(ε) | να εκπλειστηριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπλειστηρίασα | θα εκπλειστηριάσω | να εκπλειστηριάσω | εκπλειστηριάσει | ||
β' ενικ. | εκπλειστηρίασες | θα εκπλειστηριάσεις | να εκπλειστηριάσεις | εκπλειστηρίασε | ||
γ' ενικ. | εκπλειστηρίασε | θα εκπλειστηριάσει | να εκπλειστηριάσει | |||
α' πληθ. | εκπλειστηριάσαμε | θα εκπλειστηριάσουμε | να εκπλειστηριάσουμε | |||
β' πληθ. | εκπλειστηριάσατε | θα εκπλειστηριάσετε | να εκπλειστηριάσετε | εκπλειστηριάστε | ||
γ' πληθ. | εκπλειστηρίασαν εκπλειστηριάσαν(ε) |
θα εκπλειστηριάσουν(ε) | να εκπλειστηριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπλειστηριάσει | είχα εκπλειστηριάσει | θα έχω εκπλειστηριάσει | να έχω εκπλειστηριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπλειστηριάσει | είχες εκπλειστηριάσει | θα έχεις εκπλειστηριάσει | να έχεις εκπλειστηριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπλειστηριάσει | είχε εκπλειστηριάσει | θα έχει εκπλειστηριάσει | να έχει εκπλειστηριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπλειστηριάσει | είχαμε εκπλειστηριάσει | θα έχουμε εκπλειστηριάσει | να έχουμε εκπλειστηριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπλειστηριάσει | είχατε εκπλειστηριάσει | θα έχετε εκπλειστηριάσει | να έχετε εκπλειστηριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπλειστηριάσει | είχαν εκπλειστηριάσει | θα έχουν εκπλειστηριάσει | να έχουν εκπλειστηριάσει |
|