Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπλειστηριάζω < εκ- + πλειστηριάζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκπλειστηριάζω (παθητική φωνή: εκπλειστηριάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία