auction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
auction | auctions |
auction (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο πλειστηριασμός, η δημοπρασία
- ⮡ They put his house up for auction because he had large debts.
- Του έβγαλαν το σπίτι σε πλειστηριασμό, γιατί είχε μεγάλα χρέη.
- ⮡ Large sums were put up at the auction for the painting by a famous painter.
- Στη δημοπρασία προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για τον πίνακα γνωστού ζωγράφου.
- ⮡ They put his house up for auction because he had large debts.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | auction |
γ΄ ενικό ενεστώτα | auctions |
αόριστος | auctioned |
παθητική μετοχή | auctioned |
ενεργητική μετοχή | auctioning |
auction (en)
- εκπλειστηριάζω, δημοπρατώ, βγάζω κάτι σε πλειστηριασμό για να το πουλήσω
- ⮡ The company is auctioning its assets to cover its debts.
- Η εταιρεία εκπλειστηριάζει τα περιουσιακά της στοιχεία για να καλύψει τα χρέη της.
- ⮡ The painting is being auctioned for charity.
- Ο πίνακας δημοπρατείται για φιλανθρωπικό σκοπό.
- ≈ συνώνυμα: auction off
- ⮡ The company is auctioning its assets to cover its debts.