Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοπρατώ < δημοπράτης + < αρχαία ελληνική δημοπράτης < δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) < πιπράσκω / πέρνημι

  Ρήμα επεξεργασία

δημοπρατώ (παθητική φωνή: δημοπρατούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία