πρατήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πρᾱτηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | πρατήρ | οἱ | πρατῆρες | |
γενική | τοῦ | πρατῆρος | τῶν | πρατήρων | |
δοτική | τῷ | πρατῆρῐ | τοῖς | πρατῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | πρατῆρᾰ | τοὺς | πρατῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | πρατήρ | πρατῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρατῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πρατήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρατήρ < θέμα πρα- που συναντάμε και στο πιπράσκω / πέρνημι (πουλάω) + -τήρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρατήρ αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- πρατὴρ λίθος: λίθος πάνω στην οποίο πωλούνταν σκλάβοι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «πρατήριο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πρατήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρατήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.