ενεστώτας auction off
γ΄ ενικό ενεστώτα auctions off
αόριστος auctioned off
παθητική μετοχή auctioned off
ενεργητική μετοχή auctioning off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
auction off < → δείτε τις λέξεις auction και off

auction off (en)

  • εκπλειστηριάζω, δημοπρατώ, βγάζω κάτι σε πλειστηριασμό για να το πουλήσω
    ⮡  The seized items were auctioned off by the court.
    Τα κατασχεθέντα αντικείμενα εκπλειστηριάστηκαν από το δικαστήριο.
    ⮡  The company is auctioning off its assets to cover its debts.
    Η εταιρεία εκπλειστηριάζει τα περιουσιακά της στοιχεία για να καλύψει τα χρέη της.
    ⮡  The painting is being auctioned off for charity.
    Ο πίνακας δημοπρατείται για φιλανθρωπικό σκοπό.