εκπλειστηριάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκπλειστηριάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκπλειστηριάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπλειστηριάζομαι | εκπλειστηριαζόμουν(α) | θα εκπλειστηριάζομαι | να εκπλειστηριάζομαι | ||
β' ενικ. | εκπλειστηριάζεσαι | εκπλειστηριαζόσουν(α) | θα εκπλειστηριάζεσαι | να εκπλειστηριάζεσαι | (εκπλειστηριάζου) | |
γ' ενικ. | εκπλειστηριάζεται | εκπλειστηριαζόταν(ε) | θα εκπλειστηριάζεται | να εκπλειστηριάζεται | ||
α' πληθ. | εκπλειστηριαζόμαστε | εκπλειστηριαζόμαστε εκπλειστηριαζόμασταν |
θα εκπλειστηριαζόμαστε | να εκπλειστηριαζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκπλειστηριάζεστε | εκπλειστηριαζόσαστε εκπλειστηριαζόσασταν |
θα εκπλειστηριάζεστε | να εκπλειστηριάζεστε | (εκπλειστηριάζεστε) | |
γ' πληθ. | εκπλειστηριάζονται | εκπλειστηριάζονταν εκπλειστηριαζόντουσαν |
θα εκπλειστηριάζονται | να εκπλειστηριάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπλειστηριάστηκα | θα εκπλειστηριαστώ | να εκπλειστηριαστώ | εκπλειστηριαστεί | ||
β' ενικ. | εκπλειστηριάστηκες | θα εκπλειστηριαστείς | να εκπλειστηριαστείς | εκπλειστηριάσου | ||
γ' ενικ. | εκπλειστηριάστηκε | θα εκπλειστηριαστεί | να εκπλειστηριαστεί | |||
α' πληθ. | εκπλειστηριαστήκαμε | θα εκπλειστηριαστούμε | να εκπλειστηριαστούμε | |||
β' πληθ. | εκπλειστηριαστήκατε | θα εκπλειστηριαστείτε | να εκπλειστηριαστείτε | εκπλειστηριαστείτε | ||
γ' πληθ. | εκπλειστηριάστηκαν εκπλειστηριαστήκαν(ε) |
θα εκπλειστηριαστούν(ε) | να εκπλειστηριαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκπλειστηριαστεί | είχα εκπλειστηριαστεί | θα έχω εκπλειστηριαστεί | να έχω εκπλειστηριαστεί | εκπλειστηριασμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκπλειστηριαστεί | είχες εκπλειστηριαστεί | θα έχεις εκπλειστηριαστεί | να έχεις εκπλειστηριαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκπλειστηριαστεί | είχε εκπλειστηριαστεί | θα έχει εκπλειστηριαστεί | να έχει εκπλειστηριαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπλειστηριαστεί | είχαμε εκπλειστηριαστεί | θα έχουμε εκπλειστηριαστεί | να έχουμε εκπλειστηριαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκπλειστηριαστεί | είχατε εκπλειστηριαστεί | θα έχετε εκπλειστηριαστεί | να έχετε εκπλειστηριαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπλειστηριαστεί | είχαν εκπλειστηριαστεί | θα έχουν εκπλειστηριαστεί | να έχουν εκπλειστηριαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκπλειστηριάζομαι
|