εκπλειστηρίασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπλειστηρίασμα < εκπλειστηριάζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκπλειστηρίασμα ουδέτερο
- το ποσό με το οποίο πουλήθηκε κάτι σε κάποιον πλειστηριασμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκπλειστηρίασμα
|