vente aux enchères
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
vente aux enchères | ventes aux enchères |
vente aux enchères (fr) θηλυκό
- η δημοπρασία, o πλειστηριασμός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vente aux enchères | ventes aux enchères |
vente aux enchères (fr) θηλυκό