aŭkcio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /awkˈt͡si.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭkcio | aŭkcioj |
αιτιατική | aŭkcion | aŭkciojn |
aŭkcio (eo)
Δείτε επίσης : aukció |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭkcio | aŭkcioj |
αιτιατική | aŭkcion | aŭkciojn |
aŭkcio (eo)