ακίνητο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακίνητο | τα | ακίνητα |
γενική | του | ακινήτου & ακίνητου |
των | ακινήτων |
αιτιατική | το | ακίνητο | τα | ακίνητα |
κλητική | ακίνητο | ακίνητα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακίνητο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακίνητος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακίνητο ουδέτερο
- (νομικός όρος) (κατά τον Αστικό Κώδικα) το έδαφος και τα συστατικά του μέρη, δηλαδή τα οικοδομήματα, ό,τι αποφέρουν αυτά, καθώς και ό,τι υπάρχει στο υπέδαφος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ακίνητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακίνητο