ακίνητο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακίνητο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακίνητος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακίνητο ουδέτερο
- (νομικός όρος) (κατά τον Αστικό Κώδικα) το έδαφος και τα συστατικά του μέρη, δηλαδή τα οικοδομήματα, ό,τι αποφέρουν αυτά, καθώς και ό,τι υπάρχει στο υπέδαφος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ακίνητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακίνητο