υπέδαφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπέδαφος | τα | υπεδάφη |
γενική | του | υπεδάφους | των | υπεδαφών |
αιτιατική | το | υπέδαφος | τα | υπεδάφη |
κλητική | υπέδαφος | υπεδάφη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπέδαφος < υπό + έδαφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sous-sol)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπέδαφος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τις λέξεις υπό και έδαφος