εκποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκποίηση | οι | εκποιήσεις |
γενική | της | εκποίησης* | των | εκποιήσεων |
αιτιατική | την | εκποίηση | τις | εκποιήσεις |
κλητική | εκποίηση | εκποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκποίηση < αρχαία ελληνική ἐκποίησις < ἐκ + ποιέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκποιώ:
- επιβεβλημένη πώληση (λόγω ανάγκης ή δικαστικής απόφασης)
- πώληση σε τιμή πιο χαμηλή από την κανονική
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκποίηση