Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌlɪkwəˈdeɪʃən/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

liquidation (en)

  1. (νομικός όρος) η εκκαθάριση, η κατάσταση εμπορικού οργανισμού που διαλύθηκε
    ⮡  The store is having big discounts due to liquidation.
    Το κατάστημα έχει μεγάλες εκπτώσεις λόγω εκκαθάρισης.
  2. (οικονομία) η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων
    ⮡  liquidation of shares/real estate - ρευστοποίηση μετοχών/ακίνητης περιουσίας



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
liquidation liquidations

liquidation (fr) θηλυκό