↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκαθάριση οι εκκαθαρίσεις
      γενική της εκκαθάρισης* των εκκαθαρίσεων
    αιτιατική την εκκαθάριση τις εκκαθαρίσεις
     κλητική εκκαθάριση εκκαθαρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκαθαρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκαθάριση < (ελληνιστική κοινήἐκκαθάρισις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική liquidation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκκαθάριση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία