αποκάθαρση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκάθαρση | οι | αποκαθάρσεις |
γενική | της | αποκάθαρσης* | των | αποκαθάρσεων |
αιτιατική | την | αποκάθαρση | τις | αποκαθάρσεις |
κλητική | αποκάθαρση | αποκαθάρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαθάρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποκάθαρση < αρχαία ελληνική ἀποκάθαρσις < ἀποκαθαίρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποκάθαρση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποκαθαίρω