ενικός         πληθυντικός  
purification purifications

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

purification (en)

  1. εξαγνισμός



      ενικός         πληθυντικός  
purification purifications

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

purification (fr) θηλυκό

  1. o εξαγνισμός
  2. o αγνισμός
  3. η αποκάθαρση