purification
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
purification | purifications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpurification (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
purification | purifications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpurification (fr) θηλυκό
- o εξαγνισμός
- o αγνισμός
- η αποκάθαρση