εξαγνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ksa.ɣniˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξαγνισμός αρσενικό
- καθαρισμός από ηθικό ρύπο, από στίγμα της αμαρτίας
Συγγενικά
επεξεργασία- εξαγνίζω
- εξαγνιστήριος
- εξαγνιστικός
- και → δείτε τη λέξη αγνός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαγνισμός