Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαγνιστήριος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαγνιστήρι
ος
η
εξαγνιστήρι
α
το
εξαγνιστήρι
ο
γενική
του
εξαγνιστήρι
ου
της
εξαγνιστήρι
ας
του
εξαγνιστήρι
ου
αιτιατική
τον
εξαγνιστήρι
ο
την
εξαγνιστήρι
α
το
εξαγνιστήρι
ο
κλητική
εξαγνιστήρι
ε
εξαγνιστήρι
α
εξαγνιστήρι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαγνιστήρι
οι
οι
εξαγνιστήρι
ες
τα
εξαγνιστήρι
α
γενική
των
εξαγνιστήρι
ων
των
εξαγνιστήρι
ων
των
εξαγνιστήρι
ων
αιτιατική
τους
εξαγνιστήρι
ους
τις
εξαγνιστήρι
ες
τα
εξαγνιστήρι
α
κλητική
εξαγνιστήρι
οι
εξαγνιστήρι
ες
εξαγνιστήρι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαγνιστήριος
<
εξαγνίζω
+
-τήριος
Επίθετο
επεξεργασία
εξαγνιστήριος, -α, -ο
άλλη μορφή
του
εξαγνιστικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εξαγνίζω
και
αγνός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαγνιστήριος
→
δείτε
τη λέξη
εξαγνιστικός