περάτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περάτωση | οι | περατώσεις |
γενική | της | περάτωσης* | των | περατώσεων |
αιτιατική | την | περάτωση | τις | περατώσεις |
κλητική | περάτωση | περατώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περατώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περάτωση θηλυκό
- η ολοκλήρωση, το να περατώνεις ένα έργο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περάτωση
|