achèvement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
achèvement | achèvements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαachèvement (fr) αρσενικό
- η αποπεράτωση, το πέρας, η τελείωση, η ολοκλήρωση, η περάτωση
- l'achèvement des travaux est prévu pour l'année prochaine
- η αποπεράτωση των έργων προβλέπεται να γίνει το χρόνο που έρχεται
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη achever