↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάστρεμα τα παστρέματα
      γενική του παστρέματος των παστρεμάτων
    αιτιατική το πάστρεμα τα παστρέματα
     κλητική πάστρεμα παστρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάστρεμα < παστρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πρίν από το [m][1] < μεσαιωνική ελληνική παστρεύω < σπαστρεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpa.stɾe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐στρε‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάστρεμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη παστρεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία