ξεπάστρεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπάστρεμα < ξεπαστρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m].[1] Μορφολογικά, ξε- + πάστρεμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεπάστρεμα ουδέτερο
- (οικείο) το αποτέλεσμα του ξεπαστρεύω, το καθάρισμα
- (μεταφορικά) εξόντωση, αφανισμός, εξαφάνιση (π.χ. οικονομίες, καταθέσεις)
- ※ Με «κοινωνική συναίνεση» το ξεπάστρεμα των μισθών (εφημερίδα Ριζοσπάστης, 11/1/2012)
- (μεταφορικά) δολοφονία, φυσική εξόντωση
- ξεκαθάρισμα, καθάρισμα
- ⮡ ο κήπος θέλει ξεπάστρεμα απ' τα χόρτα
- (μεταφορικά) εξόντωση, αφανισμός, εξαφάνιση (π.χ. οικονομίες, καταθέσεις)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεπάστρεμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεπάστρεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας