ξεπαστρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπαστρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεπαστρεύω < ξε- + παστρεύω / σπαστρεύω
Ρήμα
επεξεργασίαξεπαστρεύω, αόρ.: ξεπάστρεψα, παθ.φωνή: ξεπαστρεύομαι, π.αόρ.: ξεπαστρέφτηκα
- (λαϊκότροπο) σκοτώνω, καθαρίζω κάποιον
- αφανίζω, καταστρέφω
- (για πράγματα) εξαφανίζω, καταναλώνω μέχρι το τελευταίο
- ⮡ Δεν έφτασαν τα γλυκά για όλους. Τα ξεπάστρεψαν' στο πι και φι!
- ξεκαθαρίζω απόλυτα κάτι, δεν αφήνω εκκρεμότητες [1]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη παστρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Η σημασία «ξεκαθαρίζω» όπως στο αξεπάστρευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ξεπαστρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)