Ετυμολογία

επεξεργασία
παστρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παστρεύω [1] < σπαστρεύω (καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο), με απώτατη αρχή το αρχαίο σπάρτον. Δε σχετίζεται με το σπαρτός, σπείρω

παστρεύω, αόρ.: πάστρεψα, παθ.φωνή: παστρεύομαι, π.αόρ.: παστρεύτηκα, μτχ.π.π.: παστρεμένος

  1. (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά και μεταφορικά) καθαρίζω
  2. (λαϊκότροπο) ξεφλουδίζω

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
παστρ- 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παστρεύω < σπαστρεύω με ανομοιωτική αποβολή του [s] < *σπαρτεύω [1][2]

παστρεύω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. παστρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας