Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σπάρτον τὰ σπάρτ
      γενική τοῦ σπάρτου τῶν σπάρτων
      δοτική τῷ σπάρτ τοῖς σπάρτοις
    αιτιατική τὸ σπάρτον τὰ σπάρτ
     κλητική ! σπάρτον σπάρτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπάρτω
γεν-δοτ τοῖν  σπάρτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπάρτον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper-to < *sper- (στρέφω, συστρέφω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπάρτον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία