Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστρέφω < αρχαία ελληνική συστρέφω

  Ρήμα επεξεργασία

συστρέφω (παθητική φωνή: συστρέφομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία