Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνεστραμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνεστραμμέν
ος
η
συνεστραμμέν
η
το
συνεστραμμέν
ο
γενική
του
συνεστραμμέν
ου
της
συνεστραμμέν
ης
του
συνεστραμμέν
ου
αιτιατική
τον
συνεστραμμέν
ο
τη
συνεστραμμέν
η
το
συνεστραμμέν
ο
κλητική
συνεστραμμέν
ε
συνεστραμμέν
η
συνεστραμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνεστραμμέν
οι
οι
συνεστραμμέν
ες
τα
συνεστραμμέν
α
γενική
των
συνεστραμμέν
ων
των
συνεστραμμέν
ων
των
συνεστραμμέν
ων
αιτιατική
τους
συνεστραμμέν
ους
τις
συνεστραμμέν
ες
τα
συνεστραμμέν
α
κλητική
συνεστραμμέν
οι
συνεστραμμέν
ες
συνεστραμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνεστραμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συστρέφω
Μετοχή
επεξεργασία
συνεστραμμένος, -η, -ο
που έχει συστραφεί
(
ηλεκτρονική
) για σύνθετο καλώδιο του οποίου το εσωτερικό
μέταλλο
αποτελείται από μεταλλικά
σύρματα
ή
καλώδια
που έχουν
συστραφεί
(
ιατρική
) για όρχι που πάσχει από
συστροφή
Άλλες μορφές
επεξεργασία
συστραμμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνεστραμμένος
αγγλικά
:
twisted
(en)
,
convoluted
(en)
,
coiled
(en)
,
warped
(en)