άπαστρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άπαστρος | η | άπαστρη | το | άπαστρο |
γενική | του | άπαστρου | της | άπαστρης | του | άπαστρου |
αιτιατική | τον | άπαστρο | την | άπαστρη | το | άπαστρο |
κλητική | άπαστρε | άπαστρη | άπαστρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άπαστροι | οι | άπαστρες | τα | άπαστρα |
γενική | των | άπαστρων | των | άπαστρων | των | άπαστρων |
αιτιατική | τους | άπαστρους | τις | άπαστρες | τα | άπαστρα |
κλητική | άπαστροι | άπαστρες | άπαστρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άπαστρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄπαστρος < ἄσπαστρος [1] > → δείτε τη λέξη σπαστρεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.pa.stɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐πα‐στρος
Επίθετο
επεξεργασίαάπαστρος, -η, -ο (δημοτική)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) βρόμικος, ακάθαρτος
- ※ Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ ἀβγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
Συνώνυμα
επεξεργασία- απάστρευτος (στην κυριολεκτική σημασία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία άπαστρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άπαστρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας