↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρμάρα οι μαρμάρες
      γενική της μαρμάρας
    αιτιατική τη μαρμάρα τις μαρμάρες
     κλητική μαρμάρα μαρμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρμάρα < μάρμαρο +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρμάρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία