Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακάθαρτος η ακάθαρτη το ακάθαρτο
      γενική του ακάθαρτου της ακάθαρτης του ακάθαρτου
    αιτιατική τον ακάθαρτο την ακάθαρτη το ακάθαρτο
     κλητική ακάθαρτε ακάθαρτη ακάθαρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακάθαρτοι οι ακάθαρτες τα ακάθαρτα
      γενική των ακάθαρτων των ακάθαρτων των ακάθαρτων
    αιτιατική τους ακάθαρτους τις ακάθαρτες τα ακάθαρτα
     κλητική ακάθαρτοι ακάθαρτες ακάθαρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακάθαρτος < αρχαία ελληνική ἀκάθαρτος < α- + καθαίρω

  Επίθετο επεξεργασία

ακάθαρτος, -η, -ο


Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία