ακαθαρσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακαθαρσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκαθαρσία[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ka.θaɾˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐θαρ‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακαθαρσία θηλυκό
- κάτι που βρομίζει
- ※ Πλάττει αὐλὴν ἐξ ἀχρήστων ἀνθρώπων, στοιχείων φθοροποιῶν, τὰ ὁποία τὸν περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τὰ ὁποία ἀποζώσιν ἐξ αὐτοῦ, παχυνόμενα ἐπιβλαβῶς, σηπόμενα, ζωύφια βλαβερά, ὕδατα λιμνάζοντα, παράγοντα ἀναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα τὴν ἀκαθαρσίαν.
- (συνήθως στον πληθυντικό) κόπρανα σε δημόσιο χώρο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ακαθαρσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας