ακαθάριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαθάριστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαακαθάριστος, -η, -ο
- που δεν έχει καθαριστεί
- (οικονομία) (για μισθό, προϊόν, κ.α.) που περιέχει διάφορα ποσά τα οποία πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν προτού καταβληθεί
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια