↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαθάριστος η ακαθάριστη το ακαθάριστο
      γενική του ακαθάριστου της ακαθάριστης του ακαθάριστου
    αιτιατική τον ακαθάριστο την ακαθάριστη το ακαθάριστο
     κλητική ακαθάριστε ακαθάριστη ακαθάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαθάριστοι οι ακαθάριστες τα ακαθάριστα
      γενική των ακαθάριστων των ακαθάριστων των ακαθάριστων
    αιτιατική τους ακαθάριστους τις ακαθάριστες τα ακαθάριστα
     κλητική ακαθάριστοι ακαθάριστες ακαθάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαθάριστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ακαθάριστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καθαριστεί
  2. (οικονομία) (για μισθό, προϊόν, κ.α.) που περιέχει διάφορα ποσά τα οποία πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν προτού καταβληθεί
     συνώνυμα: μικτός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια