unclean
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unclean |
συγκριτικός | more unclean |
υπερθετικός | most unclean |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunclean (en)
- (επίσημο) ακαθάριστος, ακάθαρτος, που δεν έχει καθαριστεί
παραθετικά | |
θετικός | unclean |
συγκριτικός | more unclean |
υπερθετικός | most unclean |
unclean (en)