Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

unwashed < un- + washed

  Επίθετο επεξεργασία

unwashed (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άπλυτος, που είναι βρόμικος γιατί δεν έχει πλυθεί
    unwashed plates/clothes - άπλυτα πιάτα/ρούχα
    How can he sleep on unwashed sheets?
    Πώς μπορεί και κοιμάται σε άπλυτα σεντόνια;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unclean

  Πηγές επεξεργασία