Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
unwashed
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
unwashed
<
un-
+
washed
Επίθετο
επεξεργασία
unwashed
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
άπλυτος
, που είναι βρόμικος γιατί δεν έχει πλυθεί
⮡
unwashed
plates/clothes
-
άπλυτα
πιάτα/ρούχα
⮡
How can he sleep on
unwashed
sheets?
Πώς μπορεί και κοιμάται σε
άπλυτα
σεντόνια;
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
unclean
Πηγές
επεξεργασία
unwashed
-
Oxford Learner's Dictionaries