Δείτε επίσης: ἄπλυτος, άπληστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπλυτος η άπλυτη το άπλυτο
      γενική του άπλυτου της άπλυτης του άπλυτου
    αιτιατική τον άπλυτο την άπλυτη το άπλυτο
     κλητική άπλυτε άπλυτη άπλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπλυτοι οι άπλυτες τα άπλυτα
      γενική των άπλυτων των άπλυτων των άπλυτων
    αιτιατική τους άπλυτους τις άπλυτες τα άπλυτα
     κλητική άπλυτοι άπλυτες άπλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άπλυτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄπλυτος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + -πλυτος → δείτε το αρχαίο πλύνω > πλένω. [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.pli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐πλυ‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

άπλυτος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλένω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.