Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθαρισμέν
ος
η
καθαρισμέν
η
το
καθαρισμέν
ο
γενική
του
καθαρισμέν
ου
της
καθαρισμέν
ης
του
καθαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
καθαρισμέν
ο
την
καθαρισμέν
η
το
καθαρισμέν
ο
κλητική
καθαρισμέν
ε
καθαρισμέν
η
καθαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθαρισμέν
οι
οι
καθαρισμέν
ες
τα
καθαρισμέν
α
γενική
των
καθαρισμέν
ων
των
καθαρισμέν
ων
των
καθαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
καθαρισμέν
ους
τις
καθαρισμέν
ες
τα
καθαρισμέν
α
κλητική
καθαρισμέν
οι
καθαρισμέν
ες
καθαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθαρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καθαρίζω
Μετοχή
επεξεργασία
καθαρισμένος, -η, -ο
που έχει
καθαριστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθαρισμένος
γαλλικά
:
nettoyé
(fr)
,
épluché
(fr)