πλύνω
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλύνω < αρχαία ελληνική πλύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plew- (πλένω)
Προφορά Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
πλύνω
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του πλένω
Μεταφράσεις Επεξεργασία
πλύνω
|
Ρηματικός τύπος Επεξεργασία
πλύνω
- α’ ενικό πρόσωπο υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλένω